Σιγή
Μια κορφή που έχασε το χιόνι και τον αετό,
μια αχνή μιλιά που ανασαίνει αργά.
Υγρό τοπίο μέσα στα κούφια βράχια
που συνθλίβονται οι Θεοί και τα ρυάκια,
έρημα δίχως ένα άρωμα.
Οδοιπόροι άφαντοι,
λαχανιασμένα άλογα,
αφεντικά άστεγα,
μέλισσες να τριγυρίζουν το νέκταρ
στην κοιλιά τ’ ουρανού.
Περασμένη η ώρα,
δυο δρασκελιές
και η ουρά του ποταμού ξαποσταίνει
κάτω απ’ τη γενειάδα των σφενταμιών.
Η σιγή λικνίζεται,
απορροφάται απ’ το πέταγμα των λελεκιών,
άλλα τιτιβίζουν και άλλα χειροκροτούν
στον χορό που έχει στήσει το νυχτοπούλι.
Το δράμα του ήλιου κοιμήθηκε,
πέρασε απ’ τα στενά του Γιβραλτάρ
έσκυψε ο φάρος και φίλησε το πέπλο,
κουδουνίσματα και ερπετά κρυμμένα απ’ το φως,
ψιθυρίσματα,
μόνο για να πλαγιάσουν όλοι
στον κορμό της υπάρξεως.